Ως προς το πως θα διαφύγουμε, ο δημόσιος διάλογος δυστυχώς αναλώθηκε τα τελευταία δύο χρόνια στο αν θα παραμείνουμε στο μνημόνιο ή αν θα απαλλαχτούμε από αυτό διακινδυνεύοντας ή ακόμα και επιλέγοντας μια επιστροφή σε μια υποτιμημένη δραχμή. Αυτό είναι φυσικό, καθώς ο κόσμος δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τη συνθετότητα των δημοσιονομικών και χρηματοπιστωτικών μηχανισμών που περιπλέκουν την κατάσταση στην Ελλάδα, όπως και το ίδιο το ελληνικό σύνταγμα υποδεικνύει. Έχει μάλιστα ως αποτέλεσμα να χειραγωγείται ο κόσμος από αυτούς που δίνουν τις πιο ευκολοχώνευτες αναλύσεις-απαντήσεις που μεταθέτουν το πρόβλημα σε εχθρούς προερχόμενους από την πολιτική ηγεσία, την μηντιακή εξουσία και τους κερδοσκοπικούς «καρχαρίες» από το εξωτερικό που θέλουν το κακό μας. Βέβαια όλοι αυτοί που «καθοδηγούν» το δημόσιο διάλογο έχουν οικονομικό ή πολιτικό συμφέρον με την εμπλοκή τους είτε στον πολιτικό, είτε το μηντιακό κόσμο και ...πετάνε ο ένας το μπαλάκι στον άλλον. Μάλιστα ενώ το μνημόνιο είναι ένα κείμενο που δίνει μόνο τους οικονομικούς στόχους που πρέπει να έχει η Ελλάδα, η επίτευξή τους με επαχθή μέτρα αντί για μεταρρυθμίσεις είναι έργο των κυβερνώντων που δεν ήθελαν να τα βάλουν με κατεστημένα συμφέροντα (όπως τα συνδικάτα) που χρόνια τώρα εξασφάλιζαν την εκλογή τους. Για να μη χάνουμε όμως το επίκεντρο του προβλήματος, να υπενθυμίσω ότι σε κάθε περίπτωση οι υπαίτιοι θεωρούνται πάντα οι «άλλοι» εκτός από τους ίδιους τους Έλληνες.

Με βάση αυτήν ακριβώς την εξέλιξη του δημοσίου διαλόγου έχουν προσαρμόσει και τις δεσμεύσεις και τοποθετήσεις τους τα κόμματα που θα συμμετάσχουν στις εκλογές. Όλοι τοποθετούνται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εναντίον του μνημονίου. Ακόμα και ο ίδιος ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ που ήταν υπουργός οικονομικών για τους τελευταίους μήνες τοποθετήθηκε απέναντι στο μνημόνιο λέγοντας ότι ήταν εναντίον αυτής της επιλογής. Αντίστοιχα και τα άλλα κόμματα που δεν τίθενται καθέτως κατά του μνημονίου όπως η ΝΔ, η ΔΗΜΑΡ και το ΛΑΟΣ, μιλάνε για επαναδιαπραγματεύσεις και αλλαγή των όρων. Κάτι το οποίο φυσικά δεν είναι δυνατό, όπως φάνηκε και το Σεπτέμβριο του 2011, όταν η Ελλάδα κινδύνεψε πιο πολύ από ποτέ με χρεωκοπία όταν η τρόικα αποχώρησε χωρίς να καταβάλει τη δόση βλέποντας ότι δεν είχαν προχωρήσει οι μεταρρυθμίσεις και με τον κ. Βενιζέλο να εμφανίζεται αποφασισμένος να επαναδιαπραγματευτεί. Ως εκ τούτου, εφόσον οι δανειστές έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν είναι επαναδιαπραγματεύσιμο το μνημόνιο, κάθε φορά που υποστηρίζουν κάτι τέτοιο οι συγκεκριμένοι πολιτικοί αρχηγοί, εκμεταλλεύονται την αδύναμη μνήμη ορισμένων ψηφοφόρων και την αδυναμία τους να αντιληφθούν την κατάσταση. Από την άλλη υπάρχουν φυσικά και κόμματα όπως η Χρυσή Αυγή, η Ανταρσύα, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, ο Σύριζα και το ΚΚΕ που εμφανίζονται ως πολέμιοι του μνημονίου, χωρίς βέβαια να έχουν βάλει στο προσκήνιο της πολιτικής τους πρότασης το πλάνο που θα ακολουθήσουν την επόμενη μέρα μετά την απαλλαγή από το μνημόνιο. Απλά επικεντρώνονται στην πράξη της απαλλαγής από το μνημόνιο, προφανώς προσβλέποντας στους αγανακτισμένους ψηφοφόρους που θέλουν ψήφο-αντίδραση χωρίς να μπορούν να υπολογίσουν τις μετέπειτα συνέπειες.

Το πρόβλημα που προκύπτει από τη στάση του συνόλου σχεδόν των κομμάτων είναι ότι κανένας δεν έχει βάλει στο προσκήνιο τα προβλήματα που οι ίδιοι έχουμε προκαλέσει στους εαυτούς μας λόγω των λανθασμένων πολιτικών που ακολουθούσαμε εδώ και χρόνια. Θέλοντας και μη η Ελλάδα κινδυνεύει με επαχθή ...φτώχεια αν βγει από το μνημόνιο. Ως εκτούτου η στάση των πολιτικών κομμάτων που περιέγραψα παραπάνω αποδεικνύει ότιενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο για την πολιτική τους σταδιοδρομία και όχι για το καλό της Ελλάδας γενικότερα. Γιατί όπως και να έχει ο μόνος δρόμος για να απαλλαχθεί η Ελλάδα από τα προβλήματα της είναι να αλλάξει τον εαυτό της και τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές νοοτροπίες που αποδείχθηκε ότι παράγουν ελλείμματα. Αυτός είναι ο πατριωτισμός και όχι η μετάθεση των ευθυνών σε άλλους.  

Δυστυχώς η πλειοψηφία κομματικών σχηματισμών και ψηφοφόρων δεν αντιλαμβάνεται το πόσο σημαντικότερος είναι ο τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης με μεταρρυθμίσεις από το να ψάχνουμε εξιλαστήρια θύματα γιατί φοβόμαστε να αλλάξουμε. Τα μόνα δύο κόμματα τα οποία ξεκάθαρα αυτή τη στιγμή τονίζουν την προτεραιότητα των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων αντί των επαχθών χαρατσιών και μειώσεων μισθών και συντάξεων είναι η Δημοκρατική Συμμαχία και η Δράση.

Και τα δύο αυτά κόμματα είναι φιλελεύθερων καταβολών και θα μπορούσε εύκολα κανείς να υποστηρίξει ότι υποστηρίζουν σχέδια μεταρρυθμίσεων γιατί αυτά εκλπηρώνουν την ιδεολογική τους προτίμηση για μείωση της δραστηριότητας του κράτους και την απελευθέρωση της αγοράς. Μπορεί βέβαια να σκεφθεί κανείς ότι η ανάπτυξη της οικονομίας μας αυτή της στιγμή μπορεί να έρθει μόνο από της βελίτωση της αποδοτικότητας του δημοσίου τομέα.

Κατά τα άλλα από τα δύο αυτά κόμματα μόνο η Δράση έχει στις τάξεις της τεχνοκράτες και προσωπικότητες που δεν ειναι πιστοί υπηρέτες του φιλελεύθερου προτάγματος όπως κατά κύριο λόγο συμβαίνει με την παράταξη της κυρίας Μπακογιάννη και δίνουν στη Δράση ένα πιο πολύ μεταρρυθμιστικό και εκσυγχρονιστικό προσωπείο με αποκλειστικό γνώμονα όχι την εφαρμογή της φιλελεύθερης ή νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, αλλά το πατριωτικό συμφέρον του να είναι ο δημόσιος τομέας μας βιώσιμος οικονομικά, χωρίς να χάνει ταυτόχρονα τον κοινωνικό του χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο ότι μερικές πολύ σημαντικές προσωπικότητες της ελληνικής διανόησης έχουν επιλέξει αυτή την παράταξη με το μικρό και καθόλου έντονο κομματικό παρελθόν για να συνταχθούν μαζί της αφήνοντας την ησυχία τους και διακινδυνεύοντας την πνευματική πρωτοκαθεδρία τους για το ρεαλιστικό συμφέρον της Ελλάδας.