Friday, 11 January 2013

Επικοινωνιακό έλλειμμα: Η βαθύτερη αιτία της κρίσης

Aρχική δημοσίευση: www.enallaxnews.gr 06/06/2012


Δε θα μπορούσε να υπάρχει εγκυρότερη πηγή που να επιβεβαιώνει πόσο σύνθετη είναι η φύση των χρηματοπιστωτικών και δημοσιονομικών ζητημάτων από το σύνταγμα μιας χώρας. Το ελληνικό σύνταγμα –αρ.44 παρ.2- αναφέρει ότι δεν είναι δυνατόν να διεξαχθεί δημοψήφισμα για δημοσιονομικό ζήτημα. Το πνεύμα αυτής της διάταξης είναι ότι δεν έχουν τη δυνατότητα οι πολίτες να σχηματίσουν έγκυρη άποψη για ένα ζήτημα τόσο σύνθετης φύσης έτσι ώστε να ψηφίζουν αναλόγως.

Μπορεί οποιοσδήποτε να αντιληφθεί και με τη χρήση απλής λογικής ότι είναι τέτοιες οι λεπτομέρειες αυτών των ζητημάτων που μόνο άτομα με την ανάλογη εξειδίκευση έχουν τη δυνατότητα να τα εκτιμήσουν ορθά. Ως εκτούτου, η πρώτη προτεραιότητα που έπρεπε να έχει η πολιτική ηγεσία ήταν να διασαφηνίσει το είδος του προβλήματος το οποίο αντιμετωπίζει η χώρα, να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους βρέθηκε σε αυτή τη θέση και να παρουσιάσει ένα συμπαγές σχέδιο για τη λύση με λεξιλόγιο που είναι απλό και κατανοητό για το μέσο πολίτη. Υπήρχε μάλιστα η ευκαιρία να παρουσιαστεί η δυσχερής αυτή οικονομική συγκυρία ως μία ευκαιρία να γίνουν κάποιες απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούσαν στην απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας.

Αντ’αυτού οι πολιτικές ηγεσίες έκαναν όλες τις πιθανές λανθασμένες επικοινωνιακά κινήσεις. Διάσπαρτες και ασαφείς δηλώσεις από πλευράς κυβερνητικών στελεχών, όπως και αναλύσεις με σύνθετους όρους που αδυνατεί να αντιληφθεί ο μέσος πολίτης, ενίσχυσαν την ανασφάλεια των πολιτών για το μέγεθος της κρίσης και τους οδήγησε στο να φερθούν καταναλωτικά και επιχειρηματικά πολύ συντηρητικά εμβαθύνοντας έτσι την κρίση. Από την άλλη ήταν και η κομματική περιχαράκωση και η πολιτική εκμετάλλευση του μνημονίου από μερίδα της αντιπολίτευσης που ενέτεινε το πρόβλημα. Ενώ λοιπόν σε Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία υπήρξε σύγκλιση των περισσότερων πολιτικών δυνάμεων στην εφαρμογή πολιτικών δημοσιονομικού συμμαζέματος, στην Ελλάδα η πόλωση που προκλήθηκε σε συνδυασμό με την άνευ προηγουμένου ανασφάλεια των πολιτών οδήγησε στον εκτροχιασμό της κατάστασης. Όλα αυτά σε συνδυασμό με επικοινωνιακές αστοχίες του τύπου «μαζί τα φάγαμε» οδήγησαν σε ένα «διάλογος» μεταξύ εξουσίας και πολιτών ο οποίος εξελίχθηκε εις βάρος των πρώτων.

Αντί λοιπόν τα βεβαρημένα από σκάνδαλα κόμματα να προχωρήσουν σε ένα είδος ειλικρινούς αυτοκριτικής σε συνδυασμό με μια συντεταγμένη επικοινωνιακή στρατηγική σχετικά με τη λύση του προβλήματος, οι πολιτικοί διατήρησαν στο ακέραιο ένα πολιτικό λόγο από το παρελθόν. Αυτό το επικοινωνιακό έλλειμμα συνδυάστηκε και με τη διασπορά συνομωσιολογικών, παραπολιτικών και παραπλανητικών πολλές φορές αναλύσεων από τα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης που ανεξέλεγκτα πούλησαν στο κοινό το επικοινωνιακό προϊόν που έλειπε από την πολιτική ηγεσία. Τα μέσα αυτά παρείχαν αφειδώς σκανδαλολογία, ευθεία επίθεση στο ποιόν του συνόλου της πολιτικής εξουσίας, συνομωσιολογία περί δημιουργίας πλεκτάνης, εχθρών από το εξωτερικό και προδοτών στο εσωτερικό. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τρομολαγνικές επιθέσεις σε σχέση με την οικονομική θέση της Ελλάδας απευθυνόμενα με έναν άμεσο λόγο και ένα προσιτό λεξιλόγιο στο μέσο «καταναλωτή».

Έτσι οδηγηθήκαμε στον ατυχή διαχωρισμό μεταξύ «μνημονιακών» και «αντιμνημονιακών». Στα μάτια του μέσου Έλληνα πολίτη πάνω σε αυτό το δίπολο εφαρμόστηκε ένας διαχωρισμός μεταξύ «καλών» και «κακών». Όσοι ήταν «μνημονιακοί», είτε προέρχονταν από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ είτε απλά συνέπιπταν στην αναγκαιότητα του μνημονίου βαφτίστηκαν «προδότες», «αιμοσταγείς νεοφιλελεύθεροι», «διεφθαρμένοι» και πολλά άλλα. Από την άλλη, χωρίς να γίνεται κανένας διαχωρισμός όσοι στάθηκαν απέναντι στο μνημόνιο με έντονα αντιστασιακές διαθέσεις αντιμετωπίστηκαν ως «ήρωες», «πατριώτες» και «αδιάφθοροι». Η πιο τραγική επίπτωση ήταν ότι μετά από ένα χρόνο στο μνημόνιο, ακόμα και τα κόμματα εξουσίας τελικά κρύφτηκαν πίσω απ’το μνημόνιο και κατηγόρησαν τη «σκληρή και αμετακίνητη» τρόικα για τις δυσκολίες που η χώρα περνούσε χωρίς οι ίδιοι να έχουν εφαρμόσει ούτε μία από τις μεταρρυθμίσεις που προβλεπόταν στο μνημόνιο, παίρνοντας μόνο τα χρήματα από τα δάνεια.

Φτάσαμε λοιπόν στις εκλογές με το μέσο πολίτη να έχει στο μυαλό του ένα τέτοιο διαχωρισμό μεταξύ καλών και κακών, προδοτών και πατριωτών, διεφθαρμένης εξουσίας και επαναστατημένων αναξιοπαθούντων. Απονομιμοποιημένα και ένοχα καθώς είναι στα μάτια του κόσμου τα δυο κόμματα εξουσίας και με την πόλωση που δημιουργούν και τα εκβιαστικά διλήμματα που θέτουν απλά ανεβάζουν τα ποσοστά των «αντιμνημονιακών». Κάθε επίθεση κατά του ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, είναι στα μάτια πολλών πολιτών μια επίθεση του κατεστημένου ενάντια σε ένα αδιάφθορο, νέο και ασυμβίβαστο κίνημα ανεξαρτητοποίησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ ανεβαίνουν λόγω αυτής ακριβώς της στοχοποίησης από αυτούς που η «σιωπηρή πλειοψηφία» πλέον απεχθάνεται και όχι γιατί παρουσίασε κάποιο σοβαρό πρόγραμμα σχετικά με την κρίση πέρα από τις εύκολες πολιτικά καταγγελίες προς όλες τις κατευθύνσεις.

Με την δραματική επικοινωνιακή διαχείρηση του μνημονίου λοιπόν, αντί να ψηφίζουμε σε αυτές τις εκλογές ποιές μεταρρυθμίσεις θα κάνουμε για να επανέλθει η Ελλάδα σε επίπεδα οικονομικής και νομισματικής βιωσιμότητας όπως καταφέρνουν χώρες με αντίστοιχα προβλήματα όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία, καταλήξαμε στο να ψηφίζουμε για το αν θέλουμε να ζήσουμε σε ένα περιβάλλον οικονομικής ευρωστίας που απλά θέτει κάποιους όρους συμμετοχής ή προτιμάμε την οικονομική και πολιτική απομόνωση.

No comments:

Post a Comment